Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ся συνδυάζομαι

  • 1 сочетаться

    Русско-греческий словарь > сочетаться

  • 2 соединяться

    1. (связываться, скрепляться, сливаться) ενώνομαι, συναρμολογούμαι 2. (получать сообщение, вступать в общение) συνδέομαι 3. (объединяться вместе) ενώνομαι, αναμειγνύομαι 4. (сочетаться одновременно с чём-л., совмещаться) συνδυάζομαι 5. хим. ενώνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединяться

  • 3 сочетать

    (соединять, совмещать) συνδυάζω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сочетать

  • 4 сочетать

    сочетать συνδυάζω \сочетаться συνδυάζομαι
    * * *

    Русско-греческий словарь > сочетать

  • 5 ассоциацияироваться

    ассоциация||и́роваться
    συνδυάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > ассоциацияироваться

  • 6 совмещаться

    совмещ||аться
    συνδυάζομαι, συμβιβάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > совмещаться

  • 7 сочетаться

    сочетать||ся
    1. συνδυάζομαι· 2.; \сочетатьсяся браком παντρεύομαι, συζευγνύο-μαι, συνάπτω γάμον.

    Русско-новогреческий словарь > сочетаться

  • 8 уживаться

    уживаться
    несов
    1. τά ταιριάζω μέ κάποιον, ζώ σέ ὁμόνοια·
    2. перен συμβιβάζομαι, συνδυάζομαι, συμπίπτω.

    Русско-новогреческий словарь > уживаться

  • 9 mix

    [miks] 1. verb
    1) (to put or blend together to form one mass: She mixed the butter and sugar together; He mixed the blue paint with the yellow paint to make green paint.) ανακατεύω, αναμειγνύω
    2) (to prepare or make by doing this: She mixed the cement in a bucket.) ανακατεύω
    3) (to go together or blend successfully to form one mass: Oil and water don't mix.) αναμειγνύομαι,συνδυάζομαι
    4) (to go together socially: People of different races were mixing together happily.) αναμειγνύομαι,συναναστρέφομαι
    2. noun
    1) (the result of mixing things or people together: London has an interesting racial mix.) μείγμα,κράμα
    2) (a collection of ingredients used to make something: (a) cake-mix.) μείγμα
    - mixer
    - mixture
    - mix-up
    - be mixed up
    - mix up

    English-Greek dictionary > mix

  • 10 team up

    (to join with another person in order to do something together: They teamed up with another family to rent a house for the holidays.) συνεργάζομαι / συνδυάζομαι

    English-Greek dictionary > team up

  • 11 совмещаться

    [σαβμιστσάτσα] ρ. συνδυάζομαι

    Русско-греческий новый словарь > совмещаться

  • 12 сочетаться

    [σατσιτάτσα] ρ. συνδυάζομαι

    Русско-греческий новый словарь > сочетаться

  • 13 совмещаться

    [σαβμιστσάτσα] ρ συνδυάζομαι

    Русско-эллинский словарь > совмещаться

  • 14 сочетаться

    [σατσιτάτσα] ρ συνδυάζομαι

    Русско-эллинский словарь > сочетаться

  • 15 комбинировать

    -рую, -руешь ρ.δ.
    1. μ. συνδυάζω, συνταιριάζω•

    комбинировать криски κάνω συνδυασμούς χρωμάτων.

    2. αμ. κάνω κομπίνες.
    συνδυάζομαι, συνταιριάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > комбинировать

  • 16 координировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    συντονίζω, εναρμονίζω, συνδυάζω•

    координировать действия пехоты и танков συντονίζω τη όραση πεζικού και αρμάτων μάχης.

    συντονίζομαι, εναρμονίζομαι, συνδυάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > координировать

  • 17 связать

    свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•

    связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•

    связать в узел δένω κόμπο.

    2. συνδέω, ενώνω•

    связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.

    || μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•

    связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•

    связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•

    меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.

    3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.
    4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.
    5. συνδυάζω•

    личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.

    || συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•

    поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,

    6. τΐλέκω•

    связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.

    7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).
    εκφρ.
    связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•
    связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•
    по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•
    не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.
    1. δένομαι•

    акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.

    2. επικοινωνώ, συνδέομαι•

    связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,

    3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•

    не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.

    4. συνδυάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > связать

  • 18 совмещать

    ρ.δ.μ.
    1. συνδυάζω, (συν)ταιριάζω• συσχετίζω• συμβιβάζω•

    совмещать работу с учбой συνδυάζω τη δουλειά με τη σπουδή•

    я не могу, совмещать этого с моими убеждениями δε μπορώ να συμβιβάζω αυτό με τις πεποιθήσεις μου.

    1. συνδυάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. συμπίπτω.

    Большой русско-греческий словарь > совмещать

  • 19 совокупить

    -плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. совокупленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος)• συνδέω, συνενώνω, συνδυάζω•

    совокупить разнородные понятия συνδυάζω διαφορετικές έννοιες.

    1. συνδέομαι, συνενώνομαι, συνδυάζομαι.
    2. συνουσιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > совокупить

  • 20 согласовать

    -сую, -суешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. согласованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συνδυάζω, συντονίζω•

    согласовать действия танков и артиллерии συντονίζω τη δράση των αρμάτωνμάχης και πυροβολικού.

    2. (γραμμ.) βάζω, κάνω να συμφωνήσει•

    согласовать прилагательное с существительным βάζω το επίθετο να συμφωνήσει με το ουσιαστικό (κατά γένος, αριθμό και πτώση).

    1. παλ. συνδυάζομαι• συνδέομαι.
    2. συμφωνώ• αντιστοιχώ•

    новое постановление не -ется с прежним η καινούρια απόφαση διαφέρει από την προηγούμενη.

    3. (τραμμ.) συμφωνώ (στο γένος ή αριθμό ή πτώση ή πρόσωπο)•

    сказуемое -ется с подлежащим το κατηγόρημα συμφωνεί με το υποκείμενο•

    прилагательное -ется с существительным το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό.

    Большой русско-греческий словарь > согласовать

См. также в других словарях:

  • συνδυάζομαι — συνδυάζομαι, συνδυάστηκα, συνδυασμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αντεμπλέκομαι — ἀντεμπλέκομαι (AM) 1. περιπλέκομαι, συνδυάζομαι με κάποιον άλλο 2. αγκαλιάζομαι ή ανταποδίδω σε κάποιον τους εναγκαλισμούς και τους χαιρετισμούς 3. (για επίδεσμο) τοποθετούμαι σταυρωτά μαζί με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • γλυκαγκαλιάζομαι — 1. αγκαλιάζομαι τρυφερά με κάποιον 2. συνδυάζομαι αρμονικά …   Dictionary of Greek

  • καλοταιριάζω — 1. (μτβ.) ταιριάζω καλά, συναρμόζω, προσαρμόζω 2. (αμτβ.) προσαρμόζομαι καλά, συνδυάζομαι, εναρμονίζομαι, εφαρμόζω 3. διατελώ σε συμφωνία, σε σύμπνοια με κάποιον 4. απρόσ. καλοταιριάζει αρμόζει εντελώς, ταιριάζει καλά, συμφωνεί πλήρως …   Dictionary of Greek

  • συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… …   Dictionary of Greek

  • συμφύω — ΝΑ, και συμφύνω Α [φύω / ομαι] μέσ. συμφύομαι α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι β) φύομαι ενωμένος με κάτι νεοελλ. (το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος β) προσφύομαι αρχ. 1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • συνδυάζω — ΝΜΑ ενώνω ανά δύο, βάζω δύο πράγματα κατά ζεύγη (α. «συνδυάζει το τερπνόν μετά τού ωφελίμου», παροιμ. φρ. β. «οἳ συνδυάζουσι πρὸς τὴν ἱππικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὁπλιτικήν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. διευθετώ κατάλληλα ή κάνω κάτι αρμονικό με κάτι άλλο,… …   Dictionary of Greek

  • συνεισθέω — Α 1. τρέχω μέσα μαζί με κάποιον 2. συνδυάζομαι με κάτι, συνοδεύω κάτι («τῆς ἀγαθουργίας οἱ τρόποι τῇ τῆς φαυλότητος ἀνατροπῇ συνεισθέοντες», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσθέω «τρέχω μέσα σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • συστοιχειούμαι — όομαι, Α (για στοιχεία) συνδυάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στοιχειῶ «εφοδιάζω, συγκροτώ» (< στοιχεῖον)] …   Dictionary of Greek

  • ταιριάζω — ταίριασα και ταίριαξα, ταιριασμένος 1. συνδέω δύο όμοια σε ζευγάρι, τα κάνω ταίρια: Ταιριάζω τα γάντια. 2. συνδυάζω, φέρνω σε αρμονία: Ταιριάζω τα χρώματα. 3. αμτβ., συνδυάζομαι, είμαι κατάλληλος: Δεν ταιριάζει η γραβάτα με το μαντίλι. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»